- ενίζω
- (I)ἐνίζω (AM) [ίζω](αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.)αρχ.τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθιστώ, εγκαθίζω.————————(II)(Α ἑνίζω)δέχομαι ότι μία είναι η αρχή τού σύμπαντος, θεωρώ ότι ένα και ενιαίο είναι το παν, ότι τα πάντα στον κόσμο είναι κατά την ουσία τους ένααρχ.1. θεωρώ κάτι ως ένα αυτό καθαυτό ή ως ένα με κάτι άλλο («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)2. ανάγω σε ένα, ενοποιώ («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)3. μέσ. επαναφέρομαι στην ενότητα από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», Γρηγ. Ναζ.)4. μέσ. συγκεντρώνω, συνάγω σε ένα για τον εαυτό μου5. παθ. ενώνομαι σε ένα, γίνομαι ένα μαζί με άλλο ή άλλα6. α) (το ουδ. τής ενεργ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνίζοναυτό που ενεργεί ένωση δύο ή περισσότερων σε έναβ) (το ουδ. τής παθ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνιζόμενοναυτό που υπάρχει στην ένωση ενός με άλλο ή άλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].
Dictionary of Greek. 2013.